Κλασική λογοτεχνία Λειβαδίτης Neil Gaiman Ηλεκτρονικοί Αναγνώστες Jo Nesbo
  • Ονειρο




    (Γράφει ο Κ. Σ.)



    Add caption
    Ξέρεις, μερικές φορές, τυχαίνει να ξυπνάς το πρωί χωρίς να νυστάζεις πλέον - νιώθεις τον κορεσμό του ύπνου
    και ξέρεις ότι είσαι έτοιμος να σηκωθείς. Ωστόσο, συνειδητοποιώντας ότι έχεις ακόμα λίγο χρόνο διαθέσιμο, έστω κι ένα τέταρτο, αποφασίζεις να επιστρέψεις για όσο προλάβεις στην αγκαλιά του μορφέα (δεν αποζητάς άλλωστε παρά λίγα μόνο λεπτά να κλέψεις). Σε αυτή την φάση, λοιπόν, όπου μόλις έχει προηγηθεί ξύπνημα, είναι λάθος να αποφασίσεις να ξανακοιμηθείς. Κι αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος λόγος είναι ότι, συνήθως, είτε δυσκολεύεσαι να ξυπνήσεις αργότερα, είτε ξυπνάς νιώθοντας εξαντλημένος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, έχοντας απλά λαγοκοιμηθεί, θα θυμάσαι πολύ έντονα τα τελευταία σου όνειρα. Και επειδή είναι όνειρα που βλέπεις μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, βρίσκοντας από τη μία το υποσυνείδητο σου με όλες τις σκοτεινές επιθυμίες να προσπαθεί να αναδυθεί, κι από την άλλη μέρος της συνειδητής σκέψης σου να βάζει ύπουλα το χεράκι της και να αναμοχλεύει μνήμες κι επιθυμίες, αυτά τα όνειρα είναι και τα πιο περίεργα και βασανιστικά.

    Ένα παρόμοιο όνειρο είδε χθες κι αυτός, όνειρο που είχε αναμιγμένη τη νοσταλγία του φθινοπώρου με το «ζεστό» -κάτω από ορισμένες συνθήκες- ψύχος του χειμώνα (συνθήκες που θα αποκαλύψουμε λίαν συντόμως). Συγκεκριμένα, ονειρεύτηκε ότι αυτή ποτέ δεν άφησε το πόστο στην πλατεία του χωριού, για να πάρει τη μετάθεση στην πόλη. Από τη στρογγυλή αυτή πλατεία περνούσε ο ίδιος κάθε μέρα μαζί με τα δυο σκυλιά του, τα χνώτα των οποίων άχνιζαν συνήθως στην πρωινιάτικη ψύχρα, για να την βρει πίσω από το παραθυράκι του ταχυδρομείου και να της χτυπήσει το παχνισμένο τζάμι με την ελπίδα ν' ανταλλάξουν μια-δυο κουβέντες μόνο. Αυτή ήταν νέα, με μακριά μαύρα μαλλιά, μεγάλα καστανά μάτια και κάτασπρο πρόσωπο, όλο καλοσύνη.

    Υπήρχαν φορές ωστόσο που δεν κατάφερναν να μιλήσουν καν (ποιος ξέρει τι τους σταματούσε) και τότε συνέβαινε κάτι το μαγευτικό: με το που έβλεπε αυτή τα σκυλιά του να προπορεύονται και να πλησιάζουν από την κατηφόρα (το γραφείο της ήταν πλάι στο ξύλινο παράθυρο) προλάβαινε να του χαμογελάσει πρώτη κάθε φορά. Ήταν όμως ένα χαμόγελο σπάνιο, μοναδικό, που για τους ήρωές μας αποκτούσε σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις, όσο το βλέμμα τους κλείδωνε γι' αυτά τα κλάσματα δευτερολέπτου. Ειδικά αν τύχαινε να έχει έστω και λίγες ηλιαχτίδες κανένα πρωινό (πράγμα σπάνιο για τα ορεινά τούτα μέρη) να πέφτουν πάνω στο τζάμι, το πρόσωπό της βαφόταν με πορτοκαλιές ακτίνες που, μες στο σάστισμα και την αγαλλίαση που αυτός ένιωθε εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν επρόκειτο πλέον για φυσικό φαινόμενο ή αν αιτία ύπαρξης τους μοναδική ήταν αυτή, και το χαμόγελό της γι' αυτόν μόνο, μες στην πρωινή καταχνιά. Χαμόγελο που ένιωθε να ζεσταίνει τα πάντα, όχι μόνο τη ρουτίνα της ψυχής του, αλλά και την παγωμένη πλάση τριγύρω - αυτή η πορτοκαλιά θέρμη άγγιζε σπίτια και χωρικούς κι έφτανε μέχρι το εγκαταλελειμμένο παλιό πηγάδι στην άλλη πλευρά της πλατείας.

    Έτσι ονειρεύτηκε λοιπόν ότι είχαν περάσει χρόνια κι αυτή είχε ξαναγυρίσει στο πόστο της. Κατηφορίζοντας το δρομάκι της πλατείας την είδε να στέκεται αυτή τη φορά έξω από το θολωτό κτίριο του ταχυδρομείου και να του κάνει νόημα με τα χέρια τις. Χειρονομίες παράξενες λες και του 'λεγε κάτι. «Μετά;;;» Μετά τι, όμως; «Θα έρθω μετά…»; Παραδόξως δεν ένιωθε την παραμικρή έκπληξη που την ξανάβλεπε, ήταν λες και τόσο καιρό δεν είχε φύγει. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι από τις κινήσεις της, και το γεγονός ότι τον περίμενε έξω από το ταχυδρομείο -που κι αυτά ωστόσο του φάνηκαν απολύτως φυσιολογικά, σαν να τα 'χε συνηθίσει- υποπτευόμαστε ότι η γνωριμία τους είχε καταφέρει τελικά να προχωρήσει κατά κάποιο τρόπο. Κι όντως η συνέχεια του ονείρου για κάτι τέτοιο μας προδιαθέτει: Η επόμενη σκηνή που με τόση νοσταλγία θυμάται τώρα, η επόμενη σκηνή από το άδικο αυτό όνειρο, τον βρήκε να επιστρέφει από το όργωμα του χωραφιού, κατάκοπος, αργά το απόγευμα σπίτι του, το οποίο και στεκόταν μόνο του στην πλαγιά του βουνού. Κι αυτή να είναι μέσα στη κουζίνα και να μαγειρεύει, ζαρζαβατικά κάθε λογής αριστερά και δεξιά απλωμένα στο τραπέζι, τα χέρια της βρεγμένα να τα πλένει, τα μαλλιά της για πρώτη φορά πιασμένα κότσο, ατημέλητη, αλλά ταυτόχρονα τόσο όμορφη… Είχαν και οι δυο γεράσει ελαφρώς μόνο, ποιος ξέρει αλήθεια πόσα χρόνια είχαν περάσει...

    Ακολούθησε έπειτα και μια άλλη σκηνή, όπου ξυπνώντας κάποιο πρωινό τη βρήκε δίπλα στο κρεβάτι του να κοιμάται ακόμα, γυρισμένη προς την πλευρά του, τα μαλλιά της αυτή τη φορά μακριά κι ανάκατα. Όμως αυτή τη σκηνή δεν θέλησε να την φέρει πίσω στην μνήμη του, όχι άλλο. Μαλθακός όπως ήταν, δύσκολα άντεχε άλλες τέτοιες συγκινήσεις στην ηλικία του. Επικίνδυνα λοιπόν ακόμα και τα όνειρα όταν έρχονται έτσι μες στην καθημερινότητά σου, σκέφτηκε, να διαταράξουν τις ήρεμες συνήθειές σου. Και μόνος σηκώθηκε, χάραμα, να πάει να ντυθεί, να βγει έξω να ταΐσει τα ζώα...

    3 comments → Ονειρο

    1. "Επικίνδυνα τα όνειρα..."
      Πολύ ωραίο!

    2. amazing..

    3. πολύ ωραία αφήγηση

    Post a Comment